- κυκύϊζα
- κυκύϊζα· γλυκεῖα κολόκυντα, and [full] κύκυον· τὸν σικυόν, Hsch.; cf. Lat.A cucumis.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυκύιζα — κυκύϊζα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γλυκεῑα κολόκυντα». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου κυκύϊζα και κύκυον είναι αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το σικυός* «αγγούρι». Κατ άλλη άποψη, συνδέονται με το λατ. cucumis «αγγούρι»] … Dictionary of Greek
κύκυον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸν σικυόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κυκύιζα] … Dictionary of Greek